- γαργαλεύω
- γαργάλεψα, γαργαλεύτηκα, γαργαλεμένος1. ερεθίζοντας ορισμένα μέρη του σώματος προκαλώ το γέλιο: Τον γαργάλευα και γελούσε ασταμάτητα.2. μτφ., επιχειρώ με λόγια ή πράξεις να διεγείρω τον πόθο: Τον γαργάλισε προσφέροντάς του ένα μεγάλο ποσό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.