γαργαλεύω

γαργαλεύω
γαργάλεψα, γαργαλεύτηκα, γαργαλεμένος
1. ερεθίζοντας ορισμένα μέρη του σώματος προκαλώ το γέλιο: Τον γαργάλευα και γελούσε ασταμάτητα.
2. μτφ., επιχειρώ με λόγια ή πράξεις να διεγείρω τον πόθο: Τον γαργάλισε προσφέροντάς του ένα μεγάλο ποσό.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • γαργαλεύω — [γαργάλα] γαργαλίζω …   Dictionary of Greek

  • γαργαλίζω — και γαργαλεύω και γαργαλώ (AM γαργαλίζω) 1. ερεθίζω κάποιον με τα δάχτυλα ή κάποιο λεπτό αντικείμενο σε ευαίσθητα μέρη τού σώματος (μασχάλες, φτέρνες κ.λπ.) ώστε να προκληθεί σύσπαση τών γελαστικών μυών και ν αρχίσει να γελάει 2. ερεθίζω, προκαλώ …   Dictionary of Greek

  • γαργάλεμα — το [γαργαλεύω] βλ. γαργάλημα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”